Η εξέλιξη του είδους στις χώρες του δυτικού πολιτισμού
άρχισε –όπως όλα- από την Ελλάδα.
Στον ελληνικό χώρο κυκλοφορούσαν από πολύ νωρίς παροιμίες
και γνωμικά.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τα γνωμικά τον όρο
«γνώμαι», ενώ οι διάφορες ανθολογίες γνωμικών που τακτικά κυκλοφορούσαν έφεραν
συνήθως τον τίτλο «Γνωμολογία».
Το πρώτα λογοτεχνικά έργα του Δυτικού Πολιτισμού υπήρξαν
τα Ομηρικά έπη (για πολλούς, και το καλύτερα). Ήταν επόμενο, τα μεγάλα αυτά
έργα να εφοδιάσουν με πλούσιο υλικό γνωμικών και φράσεων όλη την αρχαιότητα.
Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται ακόμα («Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί
πάτρης»).
Για τη Δύση λοιπόν η πρώτη κύρια πηγή αποφθεγματικών
φράσεων ήταν τα έργα του Ομήρου. Οι άνθρωποι τόσο στην κλασική αρχαιότητα, αλλά
και αργότερα κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, επιδίωκαν να
εμπλουτίζουν το λόγο τους με μνημειώδεις στίχους από το ομηρικά έπη.
Ακολουθεί ο Ησίοδος (γύρω στον 8ο π.Χ. αι.) που με το
έργο του «Έργα και Ημέραι» τροφοδότησε επίσης την αρχαία γραμματεία με πλούσιο
αποφθεγματικό υλικό. Ίσως ο Ησίοδος να μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρώτος
γνωμικογράφος («…αεργίη δε τ’ όνειδος»)
Στο σημείο αυτό να τονίσουμε τη σημασία των μύθων για την
εξέλιξη των γνωμικών. Οι παροιμίες συγγενεύουν με τους μύθους, γιατί πολύ συχνά
συνοψίζουν ή υπαινίσσονται κάποιον μύθο, δηλαδή μια σύντομη αλληγορική ιστορία.
Οι μυθογράφοι ανέκαθεν υπήρξαν συγχρόνως και γνωμολόγοι. Συχνά τελειώνουν το
μύθο τους με ένα επιμύθιο, δηλαδή ένα γνωμικό που συνοψίζει ρητά το δίδαγμά
του. Ο πρώτος και ο επιφανέστερος μυθοποιός υπήρξε φυσικά ο Αίσωπος, τον 6ο
π.Χ. αιώνα, οι ιστορίες του οποίου συχνά κατέληγαν σε διαχρονικής αξίας ρητά
(«Όμφακες εισίν»).
Σχεδόν δυο αιώνες μετά τον Ησίοδο έχουμε τους ποιητές που
αποκαλούνται Γνωμικοί. Σημαντικότερος από αυτούς ο Θέογνις, που βασικά ήταν
ελεγειακός ποιητής, αλλά οι ελεγείες του προφανώς εκτιμήθηκαν και για την
αποφθεγματική τους αξία. Στον Θέογνι αποδίδονται 1230-1400 γνωμικοί στίχοι
στους οποίους προστέθηκαν από μεταγενέστερους –όπως συμβαίνει κατά κόρον με τις
συλλογές από την αρχαιότητα– πολλά αδέσποτα δίστιχα και γνωμικά που αποδόθηκαν
στον Θέογνι. Γνωμικός υπήρξε και ο σύγχρονός του Φωκυλίδης του οποίου τα
ελάχιστα σωζόμενα γνωμικά αρχίζουν με τη φράση «Και τόδε Φωκυλίδεο» («και αυτό
–το ωραίο- το είπε ο Φωκυλίδης»). Άλλοι ποιητές που μπορούν να ταξινομηθούν σ’
αυτήν την κατηγορία είναι ο Αρχίλοχος, ο Μίμνερμος, ο Ξενοφάνης.
Περί τον 6ο π.Χ. αιώνα έχουμε τα περίφημα ρητά των εφτά
σοφών της αρχαίας Ελλάδας (Θαλής, Σόλων, Περίανδρος, Πιττακός, Χίλων,
Κλεόβουλος, Βίας). Σημειωτέον ότι οι εφτά σοφοί θεωρούνταν ήδη αρχαίοι και από
τους Έλληνες της κλασικής αρχαιότητος!
Για τα σοφά ρητά αυτών των σοφών, ίσως για πρώτη φορά,
υιοθετείται ο όρος «απόφθεγμα».
Οι επτά σοφοί συνδέονται άμεσα και με τα περίφημα Δελφικά
Παραγγέλματα. Το Μαντείο των Δελφών ήταν γνωστό όχι μόνο για τους χρησμούς του,
αλλά και για το μεγάλο αριθμό παραγγελμάτων που ήταν λιτά και μεστά αποφθέγματα
2 έως 5 λέξεων. Τα περισσότερα ανήκαν στους 7 σοφούς και ήταν χαραγμένα είτε
στον πρόσθιο τοίχο του Πρόναου είτε επί του υπέρθυρου είτε επί των στηλών του
ναού περιμετρικά. Κατά τον Σωσιάδη («Των Επτά Σοφών Υποθήκαι»), τα επιγράμματα
περιλαμβάνουν 147 παραγγέλματα, αλλά υπήρχαν και πίνακες που περιείχαν χωριστά
τα παραγγέλματα ενός εκάστου των Επτά.
Γενικά οι εφτά σοφοί δεν άφησαν γραπτό έργο αλλά κληροδότησαν
στην ανθρωπότητα αυτά τα σύντομα αποστάγματα της σοφίας τους και έκαναν μια
ουσιαστική συμβολή στο λογοτεχνικό αυτό είδος. Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά
τους αποφθέγματα: «Μέτρον άριστον», «Μηδέν άγαν», «Γνώθι σαυτόν», «Μελέτη το
πάν».
Ο σχεδόν σύγχρονος των επτά σοφών, και εν πολλοίς πιο
σημαντικός, Πυθαγόρας άφησε επίσης παρακαταθήκη γνωμικών καθόσον, εκτός από τα
σωζόμενα θραύσματα της διδασκαλίας του και τα ανέκδοτα του βίου του, σ’ αυτόν
αποδίδονται και τα Χρυσά έπη –μια συλλογή από 70 περίπου παραγγέλματα– που
μάλλον όμως είναι πολύ μεταγενέστερα. Δείγματα:
«Σπεύδε βραδέως», «Μηδέν θαυμάζειν».
Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Σιμωνίδη του Κείου
(556 π.Χ.-469 π.Χ.) που ήταν έξοχος λυρικός ποιητής αλλά και συνθέτης
επιγραμμάτων (επιτύμβιων κ.ά.), μεταξύ των οποίων το αθάνατο «Ω ξείν’ αγγέλλειν
Λακεδαιμονίοις…» για τους πεσόντες των Θερμοπυλών.
Τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα ήρθε η σειρά των τραγικών
ποιητών. Ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης περιελάμβαναν στα χορικά και
στους διαλόγους χαρακτηριστικές φράσεις, που το αθηναϊκό κοινό συνήθως
υιοθετούσε και επαναλάμβανε. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον Αριστοφάνη.
Οι μεγάλοι φιλόσοφοι, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.ά.,
άφησαν και αυτοί αξιομνημόνευτα αποφθέγματα, αν και δεν συμπεριλαμβανόταν στις
προθέσεις τους να δώσουν σύντομες συμβουλές όπως έκαναν οι επτά σοφοί ή να
εκστομίσουν έξυπνες ατάκες όπως επεδίωκαν οι ποιητές. Ο Αριστοτέλης μάλιστα στη
Ρητορική δίνει και ένα σύντομο –αλλά όχι ταυτόσημο με τη σημερινή έννοια–
ορισμό του τι εστί γνωμικόν.
Ιδιαίτερης μνείας αξίζει το έργο «Αφορισμοί» του πατέρα
της Ιατρικής Ιπποκράτη, που το έγραψε περί το 400 π.Χ. και που υπήρξε πολύτιμο
εγχειρίδιο για όλους τους γιατρούς μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Το βιβλίο αυτό
περιέχει κυρίως ιατρικά παραγγέλματα και διαγνωστικές οδηγίες. Παρόλο που δεν
πρόκειται για αμιγώς γνωμικογραφικό έργο, έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία των
γνωμικών γιατί κληροδότησε τον διεθνή όρο «αφορισμός». Επιπλέον περιέχει και το
κλασικό: «Η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς…», που είναι το πρώτο παράγγελμα του
βιβλίου.
Άλλη αξιοπρόσεκτη περίπτωση είναι ο Μένανδρος (342-292
π.Χ.), που, αν και δεν συγκαταλέγεται στους κορυφαίους του αρχαίου ελληνικού
πνεύματος, οφείλουμε σ’ αυτόν μερικά από τα πιο γνωστά αρχαία ρητά, όπως «Έστιν
δίκης οφθαλμός…», «…ου γαρ έρχεται μόνον», «Δρυός πεσούσης…» και άλλα πολλά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σώζονται μόνο 5 ελλιπή έργα του, αλλά έφτασε μέχρι τις
μέρες μας μια ανθολόγηση γνωμικών από τις 100 και πλέον κωμωδίες του, με τον
τίτλο «Μενάνδρου γνώμαι μονόστιχοι», η οποία χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες
σαν διδακτικό βιβλίο.
Με αφορμή αυτό το έργο πρέπει να επισημάνουμε πως η αγάπη
των αρχαίων για τα γνωμικά οδήγησε στη δημιουργία πολλών ανθολογιών. Μια από
τις πρώτες ανθολογίες γνωμικών, από την προκλασική ακόμα περίοδο, ήταν αυτή που
κατήρτισε ο Λόβων ο Αργείος. Οι πρώτες αυτές γνωμολογίες δεν σώθηκαν,
χρησίμευσαν όμως σαν πηγή για μεταγενέστερες ανθολογίες που τελικά έφτασαν
μέχρι τις μέρες μας.
Χάρη σ’ αυτή τη συνήθεια των αρχαίων να σταχυολογούν και
να παραθέτουν γνώμες, περισώθηκαν και έφτασαν μέχρι σε εμάς αποσπάσματα από
έργα που διαφορετικά θα μας ήταν παντελώς άγνωστα. Από πολύ μεγάλους στοχαστές
όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος ή ο Επίκουρος δεν θα γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα αν
θραύσματα από το έργο και τη σκέψη τους δεν είχαν επιβιώσει με αυτόν τον τρόπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου